ελαιοτριβείο — ελαιοτριβείο, το και λιοτρίβι, το και λιοτριβειό, το τόπος με παλιού συνήθως τύπου μηχανική εγκατάσταση εξαγωγής ελαιόλαδου σε περιορισμένη κλίμακα (πρβλ. ελαιουργείο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
αλάδωτος — η, ο [λαδώνω] 1. αυτός που δεν έχει λάδι, στον οποίο δεν προστέθηκε άρτυμα λαδιού 2. αυτός που δεν αλείφτηκε με λάδι 3. που δεν λερώθηκε με λάδι 4. που από φτώχεια ή για νηστεία δεν έφαγε λάδι 5. (για αλλόθρησκους) χωρίς το χρίσμα, αβάφτιστος 6.… … Dictionary of Greek
αλιοτρίβητος — η, ο [λιοτριβώ] (για ελιές) αυτός που δεν έχει συνθλίβει στο ελαιοτριβείο, δεν έχει μεταβληθεί σε πολτώδη μάζα, ανάλεστος … Dictionary of Greek
ελαιοτρίβης — ο (AM ἐλαιοτρίπτης) εργάτης που εργάζεται σε ελαιοτριβείο, λιοτριβιάρης ή λιτρουβιάρης ή λιτριβάρης … Dictionary of Greek
ελαιουργείο — το (Μ ἐλαιουργεῑον) 1. εργοστάσιο βιομηχανικής επεξεργασίας ελαιούχων πρώτων υλών και παρασκευής λαδιού ανάλογα με το είδος τής πρώτης ύλης ονομάζεται πυρηνελαιουργείο, σπορελαιουργείο κ.λπ. 2. ελαιοτριβείο … Dictionary of Greek
ελαιούργιον — ἐλαιούργιον, το (Α) ελαιοτριβείο … Dictionary of Greek
λαδάδικο — το [λαδάς] 1. εργοστάσιο παραγωγής λαδιού, ελαιοτριβείο, ελαιουργείο 2. κατάστημα πωλήσεως λαδιού 3. ειδικό πλοίο που μεταφέρει λάδια … Dictionary of Greek
λαδόμυλος — ο ελαιόμυλος, ελαιοτριβείο … Dictionary of Greek
λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… … Dictionary of Greek